- μπαμπέσης
- οθηλ. -α (λ. αλβαν.), άνθρωπος ύπουλος, αναξιόπιστος: Μου έφαγε ένα σωρό λεφτά ο μπαμπέσης!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαμπέσης — ο, θηλ. α και ω, ουδ. ικο 1. άνθρωπος δόλιος και ύπουλος 2. άνθρωπος αναξιόπιστος, άπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. pabese] … Dictionary of Greek
μπαμπεσιά — [μπαμπέσης] 1. η ιδιότητα τού μπαμπέση, δολιότητα, υπουλότητα 2. πράξη η οποία γίνεται με ύπουλο και δόλιο τρόπο («τόν χτύπησε με μπαμπεσιά») … Dictionary of Greek
μπαμπέσικος — η και ια, ο [μπαμπέσης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαμπέση, δόλιος, πανούργος, ύπουλος. επίρρ... μπαμπέσικα 1. με μπαμπέσικο τρόπο ύπουλα, δόλια («μού φέρθηκε μπαμπέσικα») 2. με κακή πρόθεση («μπαμπέσικα με κοίμησες στην αγκαλιά … Dictionary of Greek